-
1 Εδέμ
Εδέμ ηЭдем – название земного рая в первой книге Ветхого Завета (Бытие), где жили Адам и Ева;ΦΡ.Этим.< евр. Edhen «удовольствие, наслаждение», κήπος της Εδέμ (евр. gan-be Edhen) «сад Едемский» означает «сад удовольствия, радости»
См. также в других словарях:
Εδέμ ή Κήπος της Εδέμ — (εβρ. Edhen). Ο επίγειος παράδεισος, κατά την Παλαιά Διαθήκη, στον οποίο ζούσαν οι πρωτόπλαστοι Αδάμ και Εύα ευτυχισμένοι, χωρίς θλίψη ή πόνο. Η λέξη σημαίνει τρυφή, ευχαρίστηση, απόλαυση. Ο αντίστοιχος συριακός όρος Εδινού σημαίνει χέρσο πεδίο,… … Dictionary of Greek
Ααρών Μπεν Ελιγιά — (Κάιρο 1300 – Κωνσταντινούπολη 1396).Εβραίος φιλόσοφος. Έζησε κυρίως στη Νικομήδεια της Μ. Ασίας. Είναι γνωστός και ως Α. o Νεότερος. Η φιλοσοφία του βασίζεται στη λογική και οι ιδέες του για τον κόσμο είναι υλιστικές, χωρίς ωστόσο να αρνείται… … Dictionary of Greek
παράδεισος — I Κατά τη χριστιανική θρησκεία, ο τόπος της τέλειας μακαριότητας, όπου θα παραμείνουν αιώνια οι δίκαιοι μετά τον θάνατό τους. Η λέξη, που έχει περσική προέλευση, σημαίνει κήπος, και εμφανίζεται στη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης των Εβδομήκοντα,… … Dictionary of Greek